- πατροπάτωρ
- πατροπᾰτωρ1 father's father
Ἀμφιτρύωνος σάματι, πατροπάτωρ ἔνθα οἱ Σπαρτῶν ξένος κεῖτο P. 9.82
ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἐὸν πόδα νέμων πατροπάτορος ὁμαιμίου (ὁμαιμίοις coni. Schr.) N. 6.16
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Ἀμφιτρύωνος σάματι, πατροπάτωρ ἔνθα οἱ Σπαρτῶν ξένος κεῖτο P. 9.82
ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἐὸν πόδα νέμων πατροπάτορος ὁμαιμίου (ὁμαιμίοις coni. Schr.) N. 6.16Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πατροπάτωρ — father s father masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατροπάτωρ — ορος, ὁ, Α 1. ο πατέρας τού πατέρα, ο παππούς από τον πατέρα 2. επωνυμία θεού («προπάτωρ Σάραπις», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. μητρο πάτωρ] … Dictionary of Greek
πατροπάτορ — πατροπάτωρ father s father masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατροπάτορα — πατροπάτωρ father s father masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατροπάτορες — πατροπάτωρ father s father masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατροπάτορος — πατροπάτωρ father s father masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… … Dictionary of Greek